θρεπτικότητα

θρεπτικότητα
[-ης (-ητος)] η питательность; сытность

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "θρεπτικότητα" в других словарях:

  • θρεπτικότητα — ἡ η ικανότητα προς θρέψη, η περιεκτικότητα σε θρεπτικά στοιχεία («η θρεπτικότητα τών καρπών»). [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου (πρβλ. γαλλ. alibilite). Η λ. στον λόγιο τ. θρεπτικότης μαρτυρείται από το 1856 στο Γαλλοελληνικόν και… …   Dictionary of Greek

  • θρεπτικότητα — η ιδιότητα του θρεπτικού: Πολλών τροφών αμφισβητείται η θρεπτικότητα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τροφιμότης — ητος, ἡ, Μ [τρόφιμος] η ιδιότητα τού τροφίμου, τού θρεπτικού, θρεπτικότητα …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»